θεόπρεπτος

θεόπρεπτος
θεόπρεπ-τος, ον,= foreg., v.l. in A.Pers.905 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεόπρεπτος — θεόπρεπτος, ον (Α) ο θεοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ πρεπτος, πάμ πρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • θεοπρέπτους — θεόπρεπτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπρεπτα — θεόπρεπτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”